Γιώργος Τσιριγώτης
- Λεπτομέρειες
- Γράφει ο/η Ev Art Ev Art
- Κατηγορία: Συνεντεύξεις Συνεντεύξεις
- Δημοσιεύθηκε : 15 Δεκεμβρίου 2014 15 Δεκεμβρίου 2014
Το θέμα για μένα δεν είναι να βιοποριστείς από την τέχνη. Αγαπώ αυτό που κάνω, το κάνω με όρεξη και χωρίς να παίρνω σύντομους δρόμους.
λέει στην Εύη Κουκά ο Γιώργος Τσιριγώτης.
Ο Γιώργος Τσιριγώτης, γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά, όπου έμαθε να παίζει και να τραγουδά τα λαϊκά μας τραγούδια. Συνέχισε τις σπουδές του στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου έζησε για δέκα χρόνια. Εκεί, μελέτησε με εξαιρετικούς δασκάλους φωνητική και μουσική και συνεργάστηκε με γνωστούς μαέστρους της Β. Καλιφόρνιας, διεθνείς μουσικούς και κλασικές ορχήστρες (Zoila Munoz, Michael Goodwin, Marla Volovna). Συναντήσαμε το Γιώργο Τσιριγώτη, με αφορμή την παράσταση του στο Ρυθμό Stage την Τρίτη 16 Δεκεμβρίου, και μιλήσαμε για το μουσικό του ταξίδι, τις συνεργασίες του καθώς και για την πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Ο άνεμος» που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό.
Λαϊκός τραγουδιστής και τενόρος. Φαντάζουν παράλληλες διαδρομές. Που βρήκες το κοινό σημείο;
Γιώργος Τσιριγώτης: Στον ήχο. Με ρίζες από τη Σμύρνη και μεγαλωμένος στον Πειραιά, τα ακούσματα μου ήταν τα λαϊκά και σμυρναίικα τραγούδια. Με τις σπουδές μου στην κλασική μουσική μπορώ να αγγίξω τα τραγούδια που μεγάλωσα με ένα διαφορετικό τρόπο.
Γεννήθηκες στον Πειραιά και στα 21 σου χρόνια βρίσκεσαι στην Καλιφόρνια, όπου μένεις για δέκα χρόνια και μετά πάλι πίσω στα πάτρια εδάφη. Μου φαίνεται περίεργο που γύρισες, ειδικά όταν όλοι πλέον στρέφονται προς το εξωτερικό.
Γ.Γ.: Πηγαινοέρχομαι ακόμα. Πέρσι ήμουν πέντε μήνες Αμερική και επτά στην Ελλάδα. Όταν αποφάσισα να επιστρέψω ήταν λίγο πριν την οικονομική κρίση, αλλά και έτσι να μην ήταν πάλι θα ερχόμουν πίσω. Ήθελα να πειραματιστώ και να ξεκινήσω τη διαδικασία να φτιάξω το δικό μου δίσκο και τη δική μου ορχήστρα. Να μάθω από τους ανθρώπους που συνεργάζομαι πως γίνονται τα πράγματα. Από τότε που ήρθα από την Αμερική μέχρι τώρα οι συνεργασίες με τον Ανδρέα Τσεκούρα, τον Κυριάκο Γκουβέντα, το Θανάση Βασιλά, το Θανάση Σοφρά, το Νίκο Πιτλόγλου που φτιάξαμε το cd, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο πως διαμορφώθηκα σαν τραγουδιστής εδώ στην Ελλάδα. Ακόμα μαθαίνω... Βέβαια, έφτιαξα τα τραγούδια και την ορχήστρα. Τώρα περιμένουμε να δούμε πως θα πάει.
Θέλεις να μας πεις δύο λόγια για την πρώτη σου δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Ο άνεμος»;
Γ.Γ.: Είναι ένας δίσκος τον οποίο εσκεμμένα κυκλοφορήσαμε με μόνο τέσσερα τραγούδια. Ο λόγος είναι ότι ο κόσμος δεν ακούει πια όλα τα τραγούδια, μπορεί και κανένα. Θεωρώ άδικο να έβαζα τραγούδια μέσα, για τα οποία πέφτει πολλή δουλειά για να τα επιλέξεις, να τα παίξεις, να τα ενορχηστρώσεις, να τα εκτελέσεις μέχρι και να τα κυκλοφορήσεις, όταν ο κόσμος δεν ασχολείται. Άρα έβγαλα λίγα, με τα συγκεκριμένα να διαφοροποιούνται ως προς το ύφος. Ξεκινάμε με το «Μάη» , ένα παραδοσιακό τραγούδι μαζί με έναν ήχο σύγχρονης μπαλάντας. Συνεχίζουμε το «Φόρα παρτίδα», που είναι ένα παραδοσιακό τραγούδι δοσμένο με μία βαλκανική ενορχήστρωση. Πολύ πρωτότυπο. Σειρά έχει «Ο άνεμος», μια όμορφη μπαλάντα, σύγχρονη, που με το πιάνο και το σαξόφωνο ίσως θυμίζει λίγο Pink Martini. Ο δίσκος τελειώνει με ένα λαϊκό τραγούδι που έχει ροκ στοιχεία, τους «Κλειστού ορίζοντες», που δε θυμίζει με τίποτα τα άλλα τρία. Ακούγοντας το δίσκο, το ένα track δε θυμίζει σε τίποτα τα υπόλοιπα.
Δεν είναι λίγο ρίσκο η τόση διαφοροποίηση μεταξύ των τραγουδιών;
Γ.Γ.: Μου φαίνεται περισσότερο ενδιαφέρον παρά ρίσκο. Παρ' όλα αυτά υπάρχει και μία ομοιογένεια μεταξύ τους. Υπάρχει ένα επίπεδο μουσικότητας, τέχνης και –αν θέλεις- έχει επίσης μερεμέτι μέσα. Αυτό το επίπεδο της καλλιτεχνίας, που υπάρχει στο δίσκο και είναι υψηλό, μπορεί να φέρει κοντά τους διάφορους χώρους.
Επηρεασμένη από τον τίτλο του δίσκου, μου γεννάται το ερώτημα αν παρασύρεσαι από τον άνεμο ή αν αντιστέκεσαι, όταν δε σου ταιριάζει κάτι...
Είμαστε μεν πολύ ενθουσιώδεις και αν η ιδέα είναι καλή δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα εμπόδια. Απλά θέλει υπομονή και πολλή δουλειά. Όμως δε χάνω τον στόχο. Ο άνεμος δε θα με πάρει κάπου που δεν πιστεύω ότι πρέπει. Αν όμως είναι δύσκολο και φυσήξει ούριος άνεμος δε θα σταματήσουμε καθόλου.
Ποιά είναι η στάση των Αμερικανών απέναντι στη μουσική εκπαίδευση και παιδεία;
Γ.Γ.: Η Αμερική έχει πολλές καλές παραγωγές, οι οποίες δεν κοστίζουν και πολύ στον κόσμο να τις παρακολουθήσει. Είδα πολλούς και δυνατούς καλλιτέχνες, όσον αφορά το κλασικό ρεπερτόριο. Για παράδειγμα, έχω παρακολουθήσει με standing room tickets των 10 δολαρίων την Anna Netrebko και τον Rolando Villazón στην Traviata του Σαν Φρανσίσκο και τον Juan Diego Florez στο Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης. Το επίπεδο της κλασικής τους παιδείας είναι πολύ υψηλό.
Διάβασα σε μια άλλη συνέντευξή σου ότι κάνεις και δεύτερη δουλειά. Αυτό γίνεται για βιοποριστικούς λόγους ή έχεις δύο αγάπες;
Γ.Γ.: Το πρωί δουλεύω σε μία εταιρία. Το κάνω για να μπορώ να είμαι μουσικός με γούστο, να κυκλοφορήσω το δίσκο, να συντηρώ την ορχήστρα. Η τέχνη μπορεί να σου βγει - μπορεί και όχι. Είναι η τύχη, είναι αν θα αρέσεις στον κόσμο, χίλια δυο πράγματα. Το θέμα για μένα δεν είναι να βιοποριστείς από την τέχνη. Αγαπώ αυτό που κάνω, το κάνω με όρεξη και χωρίς να παίρνω σύντομους δρόμους. Εμείς προσπαθούμε να κάνουμε αυτό που μας αρέσει και μας κάνει καλό σαν ανθρώπους.
Έχεις συνεργαστεί και με καταξιωμένους καλλιτέχνες. Υπάρχει κάποια συνεργασία που να σ' έχει αγγίξει περισσότερο;
Γ.Γ.: Ο Θανάσης Βασιλάς ήταν το ξεκίνημα των πραγμάτων. Είναι μαέστρος στη Λαϊκή Ορχήστρα του «Μίκη Θεοδωράκη» για αρκετά χρόνια. Υπάρχει μία ιδιαίτερη σχέση με το Θανάση γιατί με βοήθησε να έλξω πιο γνωστούς μουσικούς όπως ο Dasho Kurti, ο Κυριάκος Γκουβέντας, ο Θανάσης Σoφράς, ο Ανδρέας Τσεκούρας. Το ένα έφερε το άλλο. Είναι ιδιαίτερη χαρά και τιμή επίσης, όποτε παίζω Θεοδωράκη να παίζω με το Θανάση, γιατί τον καταλαβαίνει όπως ελάχιστοι μουσικοί. Το να δουλέψω μαζί με το Θανάση μου άνοιξε τα μάτια με πολλούς τρόπους. Μετά ο Κυριάκος Γκουβέντας, που είναι ένας μουσικός ο οποίος σκέφτεται τετραφωνικά, δηλαδή αναλύει τη μουσική στις τέσσερις φωνές της. Ο Κυριάκος λοιπόν έκανε μια πατέντα στο βιολί , το όργανό του, και πρόσθεσε μία παραπάνω χορδή. Έτσι μπορεί και παίζει θέματα που μπορεί να παίξει ένα βιολί, μία βιόλα, ένα βιολοντσέλο. Όταν τον έχεις στην ορχήστρα εναλλάσσεται διαρκώς. Μεγάλη στιγμή όμως είναι και ο Ανδρέας Τσεκούρας. Μεγάλος μαέστρος και άνθρωπος με αυξημένη διορατικότητα. Έχει πολλή εμπειρία και πρόσβαση σε πολλά ρεπερτόρια και διάφορα μουσικά μοτίβα και με βοήθησε και να ανοίξω τη βεντάλια μου εδώ στην Ελλάδα, καθώς επίσης ήταν ιδέα του Αντρέα η παράσταση που κάναμε πριν ενάμιση χρόνο στο Half Note, όπου ξεκινούσαμε με ιταλικές άριες και καταλήγαμε σε αμανέδες, όλα πολύ ωραία δοσμένα. Αυτό άρχισε να κινεί τα πράγματα διαφορετικά.Επίσης είναι ο Θανάσης Σοφράς, με τη μεγάλη του εμπειρία με τις ορχήστρες, από τον οποίο έμαθα που να εστιάζω. Μεγάλη διαφορά, τέλος, έχει κάνει ο Νίκος Πιτλόγλου που μου έδωσε δύο τραγούδια από τα τέσσερα του δίσκου και έκανε τις ενορχηστρώσεις. Έχουμε δουλέψει πολύ μαζί πάνω στο δίσκο. Τελειώνοντας τη συνεργασία με το Νίκο ήμουν άλλος μουσικός.
Υπάρχει μία ξεχωριστή στιγμή για εσένα στην μέχρι τώρα μουσική σου πορεία;
Γ.Γ.: Θα έλεγα ότι μεγάλο σοκ ήταν όταν άρχισα να τραγουδάω με κλασικές ορχήστρες πίσω και ακούστηκε όλος αυτός ο ήχος. Δεν πίστευα στ' αυτιά μου!
Την Τρίτη 16 Δεκεμβρίου εμφανίζεσαι στο Ρυθμό Stage. Τι θα δούμε σε αυτή την παράσταση; Ένα πάντρεμα ενός λαϊκού κι ενός τενόρου;
Γ.Γ.: Θα δείτε λίγο από τον τενόρο, θα ακούσετε ωραίες μπαλάντες αλλά και λαϊκά τραγούδια, επιπλέον θα πω τα τραγούδια του δίσκου και άλλα καινούρια που θα αρχίσουν να ηχογραφούνται το Φλεβάρη. Στα τελευταία έχω γράψει εγώ τη μουσική. Υπάρχει μία περίπτωση να βρεθεί για λίγο στην σκηνή και η Φωτεινή Βελεσιώτου, που θα είναι ανάμεσα στο κοινό.

